- προαλής
- -ές, Α1. αυτός που κλίνει προς τα εμπρός, κεκλιμένος, επικλινής2. πρόχειρος3. απρόσεκτος, απερίσκεπτος4. ισχυρογνώμων, αυθάδης5. άφρων, ασυλλόγιστος6. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) προαλέστερονπιο ορμητικά7. φρ. «προαλὲς ὕδωρ» — νερό που πέφτει κάθετα προς τα κάτω, καταρράκτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -αλής (< ἅλλομαι «πηδώ, ορμώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.